ατροφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατροφικός | η | ατροφική | το | ατροφικό |
| γενική | του | ατροφικού | της | ατροφικής | του | ατροφικού |
| αιτιατική | τον | ατροφικό | την | ατροφική | το | ατροφικό |
| κλητική | ατροφικέ | ατροφική | ατροφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατροφικοί | οι | ατροφικές | τα | ατροφικά |
| γενική | των | ατροφικών | των | ατροφικών | των | ατροφικών |
| αιτιατική | τους | ατροφικούς | τις | ατροφικές | τα | ατροφικά |
| κλητική | ατροφικοί | ατροφικές | ατροφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ατροφικότητα
- → δείτε τη λέξη τρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.