τροπικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπικότητα οι τροπικότητες
      γενική της τροπικότητας των τροπικοτήτων
    αιτιατική την τροπικότητα τις τροπικότητες
     κλητική τροπικότητα τροπικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροπικότητα < τροπικ(ός) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική modality[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾo.piˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τροπικότητα

Ουσιαστικό

τροπικότητα θηλυκό

  1. ο τρόπος που γίνεται κάτι
  2. (γλωσσολογία) η στάση του ομιλητή γι' αυτά που λέει, όπως η έκφραση της βεβαιότητας (επιστημική τροπικότητα), ή της διάθεσής του: αμφιβολίας, απειλής (δεοντική τροπικότητα)
    Δείκτες τροπικότητας είναι οι λέξεις «ας», «να», «θα».
  3. (γραμματική) η έκφραση του τρόπου σε γραμματικές κατηγορίες
      Η γραμματική προσφέρει τουλάχιστον τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες που εκφράζουν την τροπικότητα, πιο συγκεκριμένα τις εγκλίσεις, τα τροπικά ρήματα και τα τροπικά επιρρήματα
    Ανδριώτου, Βασιλεία-Ειρήνη. Ερικέττη Μεταξά (2016) Διδάσκοντας την επιστημική τροπικότητα της αγγλικής με παράλληλα κείμενα. Διαγλωσσικές Θεωρήσεις, 2016 Ειδικό τεύχος(σσ.313-338) pdf@metafraseiw.enl.uoa.gr, σελ.315.
  4. (μουσική) η οργάνωση ενός μουσικού έργου γύρω από ένα μουσικό τρόπο
     και δείτε τη λέξη τονικότητα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές=

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • τροπικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.