modality

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

modality (en)

    • τροπικότητα, τροπισμός, λειτουργία - χρησιμότητα και εύρος δράσης ή πεδίο εφαρμογής
      το να ακολουθείται κάποιος κανονιστικός φορμαλισμός δράσης ή εφαρμογής
    • μουσικός τρόπος, επιλεγμένες συχνότητες, σε πιο πειραματική μουσική μεταβαλλόμενων συχνοτήτων: συχνοτική συνάντηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.