ας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ας < λείπει η ετυμολογία

Μόριο

ας

  1. χρησιμοποιείται σε προτροπές
    ας πάμε λίγο παρακάτω
  2. (σε ευχές) μακάρι να
    Ας μην είχα τόση δουλειά και τι στον κόσμο!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.