έγκλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έγκλιση | οι | εγκλίσεις |
| γενική | της | έγκλισης* | των | εγκλίσεων |
| αιτιατική | την | έγκλιση | τις | εγκλίσεις |
| κλητική | έγκλιση | εγκλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έγκλιση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκλι‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : έγ‐κλι‐ση
- ομόηχα: έγκλειση, έγκληση
Ουσιαστικό
έγκλιση θηλυκό
- (γραμματική) η απώλεια του τόνου μιας λέξης (εγκλιτικού) ή η μετάθεσή του στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης, καθώς οι δύο λέξεις συμπροφέρονται
- στη φράση "το τετράδιό μου" παρατηρείται έγκλιση τόνου, καθώς ο τόνος της κτητικής αντωνυμίας μετατίθεται στη λήγουσα του ουσιαστικού
- (γραμματική) ρηματική μορφή που δηλώνει μια ιδιαίτερη απόχρωση για την ενέργεια του ρήματος, πχ το πραγματικό, το πιθανό, το ευκταίο, κ.λπ
- η αρχαία ελληνική είχε τέσσερις εγκλίσεις, οριστική, υποτακτική, ευκτική και προστακτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.