ομιλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ομιλητής | οι | ομιλητές |
| γενική | του | ομιλητή | των | ομιλητών |
| αιτιατική | τον | ομιλητή | τους | ομιλητές |
| κλητική | ομιλητή | ομιλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.mi.liˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μι‐λη‐τής
Ουσιαστικό
ομιλητής αρσενικό (θηλυκό ομιλήτρια)
Συγγενικά
- ομιλητική
- ομιλητικός
- ομιλητικότητα
- ομιλήτρια
- → δείτε τη λέξη μιλώ
Μεταφράσεις
- ομιλητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ομιλητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.