τρίριχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρίριχτος | η | τρίριχτη | το | τρίριχτο |
| γενική | του | τρίριχτου | της | τρίριχτης | του | τρίριχτου |
| αιτιατική | τον | τρίριχτο | την | τρίριχτη | το | τρίριχτο |
| κλητική | τρίριχτε | τρίριχτη | τρίριχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρίριχτοι | οι | τρίριχτες | τα | τρίριχτα |
| γενική | των | τρίριχτων | των | τρίριχτων | των | τρίριχτων |
| αιτιατική | τους | τρίριχτους | τις | τρίριχτες | τα | τρίριχτα |
| κλητική | τρίριχτοι | τρίριχτες | τρίριχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τρίριχτος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) (για στέγη) που είναι φτιαγμένος με τρία κεκλιμένα επίπεδα
- ※ Οἱ στέγες εἶναι συνήθως δίριχτες ἤ ἀκόμα τρίριχτες ή τετράριχτες ἀνάλογα μέ τή θέση τῆς κατασκευῆς (εἰκ.188) καί ἀποτελοῦνται ἀπό τριγωνικά ζευκτά, πού γεφυρώνουν ἄνοιγμα 6-3 μ ., τεγίδες (τράβα, φιλάνια), σανίδωμα καί κεραμίδια (Α.Αγοροπούλου-Μπιρμπίλη, Η αρχιτεκτονική της πόλεως της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, 1977)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.