τράβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράβα οι τράβες
      γενική της τράβας
    αιτιατική την τράβα τις τράβες
     κλητική τράβα τράβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τράβα < ιταλική trave

Ουσιαστικό

τράβα θηλυκό

  • υποστήριγμα - δοκός στέγης, τεγίδα

Ρηματικός τύπος

τράβα

Εκφράσεις

  • τράβα απ΄ εδώ = φύγε!
  • τράβα μπρος = προχώρα, ξεκίνα!
  • τράβα για ... = πάμε για ... (συνηθέστερα εντολή σε οδηγό ταξί)
  • τράβα κορδέλα = μέτρα απόσταση!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.