τετράριχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετράριχτος | η | τετράριχτη | το | τετράριχτο |
| γενική | του | τετράριχτου | της | τετράριχτης | του | τετράριχτου |
| αιτιατική | τον | τετράριχτο | την | τετράριχτη | το | τετράριχτο |
| κλητική | τετράριχτε | τετράριχτη | τετράριχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετράριχτοι | οι | τετράριχτες | τα | τετράριχτα |
| γενική | των | τετράριχτων | των | τετράριχτων | των | τετράριχτων |
| αιτιατική | τους | τετράριχτους | τις | τετράριχτες | τα | τετράριχτα |
| κλητική | τετράριχτοι | τετράριχτες | τετράριχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τετράριχτος, -η, -ο
- αυτός που έχει αναπτυχθεί με τέσσερις ρίψεις
- αυτός που έχει κατασκευαστεί με τέσσερις ρίψεις ή κλίσεις
- ※ Οι στέγες είναι τετράριχτες στα σπίτια που ήταν χτισμένα «πανταχόθεν ελεύθερα» και τρίριχτες στα σπίτια που υπήρχε μεσοτοιχία ή τα αδελφομοίρια (Θανάσης Γκόνης, Πορεία για Γαλαξίδι, 1999, σελ. 133)
Μεταφράσεις
τετράριχτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.