δίριχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίριχτος η δίριχτη το δίριχτο
      γενική του δίριχτου της δίριχτης του δίριχτου
    αιτιατική τον δίριχτο τη δίριχτη το δίριχτο
     κλητική δίριχτε δίριχτη δίριχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίριχτοι οι δίριχτες τα δίριχτα
      γενική των δίριχτων των δίριχτων των δίριχτων
    αιτιατική τους δίριχτους τις δίριχτες τα δίριχτα
     κλητική δίριχτοι δίριχτες δίριχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίριχτος < δι- + ρίχνω + -τος

Επίθετο

δίριχτος, -η, -ο

  • (αρχιτεκτονική) (για στέγη) που είναι φτιαγμένος με δύο κεκλιμένα επίπεδα
      Οἱ στέγες εἶναι συνήθως δίριχτες ἤ ἀκόμα τρίριχτες ή τετράριχτες ἀνάλογα μέ τή θέση τῆς κατασκευῆς (εἰκ.188) καί ἀποτελοῦνται ἀπό τριγωνικά ζευκτά, πού γεφυρώνουν ἄνοιγμα 6-3 μ ., τεγίδες (τράβα, φιλάνια) , σανίδωμα καί κεραμίδια (Α.Αγοροπούλου-Μπιρμπίλη, Η αρχιτεκτονική της πόλεως της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, 1977)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.