τεγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεγίδα οι τεγίδες
      γενική της τεγίδας των τεγίδων
    αιτιατική την τεγίδα τις τεγίδες
     κλητική τεγίδα τεγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κατασκευή στέγης, οι τεγίδες σημειωμένες με κόκκινο

Ετυμολογία

τεγίδα < τέγ(ος) + -ίδα

Ουσιαστικό

τεγίδα θηλυκό

  • (αρχιτεκτονική) δευτερεύοντα στοιχεία κατασκευής στέγης, μικρής διατομής ξύλινοι δοκοί (ή αντίστοιχα μεταλλικά στοιχεία) που διατρέχουν παράλληλα με τον άξονα της στέγης και συνδέουν τα ζευκτά μεταξύ τους
      Οἱ στέγες εἶναι συνήθως δίριχτες ἤ ἀκόμα τρίριχτες ή τετράριχτες ἀνάλογα μέ τή θέση τῆς κατασκευῆς (εἰκ.188) καί ἀποτελοῦνται ἀπό τριγωνικά ζευκτά, πού γεφυρώνουν ἄνοιγμα 6-3 μ ., τεγίδες (τράβα, φιλάνια) , σανίδωμα καί κεραμίδια (Α.Αγοροπούλου-Μπιρμπίλη, Η αρχιτεκτονική της πόλεως της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, 1977)
      Αἱ τεγίδες ἐκαλοῦντο διατόνιαπατερά, ἡ δὲ πεταύρωσις πέταυρα. Οἱ τοῖχοι ἐκαλοῦντο τοιχία, ἐνίοτε δὲ τὰ διάφορα διαμερίσματα τῆς οἰκίας ἐχωρίζοντο διὰ ξυλίνων ψευδοτοίχων, τῶν φαρσωμάτων, (Ζήσιμος Α. Τζάρτζανος, Περί των λαϊκών τεχνικών όρων της οικοδομικής (των μεγάλων αστικών κέντρων) μετά λεξικού αυτών, Τυπογραφείον Φ. Κωνσταντινίδη και Κ. Μιχάλα, Αθήνα, 1961)

  • τεγίς (καθαρεύουσα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • μηκίδα


Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.