μονόριχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόριχτος | η | μονόριχτη | το | μονόριχτο |
| γενική | του | μονόριχτου | της | μονόριχτης | του | μονόριχτου |
| αιτιατική | τον | μονόριχτο | τη | μονόριχτη | το | μονόριχτο |
| κλητική | μονόριχτε | μονόριχτη | μονόριχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόριχτοι | οι | μονόριχτες | τα | μονόριχτα |
| γενική | των | μονόριχτων | των | μονόριχτων | των | μονόριχτων |
| αιτιατική | τους | μονόριχτους | τις | μονόριχτες | τα | μονόριχτα |
| κλητική | μονόριχτοι | μονόριχτες | μονόριχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονόριχτος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) (για στέγη) που είναι φτιαγμένος με ένα κεκλιμένο επίπεδο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.