τριμηνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριμηνία οι τριμηνίες
      γενική της τριμηνίας των τριμηνιών
    αιτιατική την τριμηνία τις τριμηνίες
     κλητική τριμηνία τριμηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριμηνία < ελληνιστική κοινή τριμηνία < αρχαία ελληνική τρι- + μήν. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + -μηνία

Ουσιαστικό

τριμηνία θηλυκό

  1. άλλη μορφή του τρίμηνο
  2. (κατ’ επέκταση) αποζημίωση ή αμοιβή για ένα τρίμηνο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.