τριμηνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τριμηνία | οι | τριμηνίες |
| γενική | της | τριμηνίας | των | τριμηνιών |
| αιτιατική | την | τριμηνία | τις | τριμηνίες |
| κλητική | τριμηνία | τριμηνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριμηνία < ελληνιστική κοινή τριμηνία < αρχαία ελληνική τρι- + μήν. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + -μηνία
Ουσιαστικό
τριμηνία θηλυκό
- άλλη μορφή του τρίμηνο
- (κατ’ επέκταση) αποζημίωση ή αμοιβή για ένα τρίμηνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.