στο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στο < μεσαιωνικά ελληνικά + ε + οριστικό άρθρο τό < εἰς τό με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος και ανάπτυξη του <ε>[1]

Κλιτικός τύπος άρθρου

στο (για την προφορά του τελικού ν, δείτε τον#Σημειώσεις)

  1. αιτιατική ενικού, ουδετέρου γένους δείτε τις λέξεις σε και το
  2. (προφορικό) αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους δείτε τις λέξεις σε και τον

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.