ποιος
Νέα ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | ποιος | ποια | ποιο |
| γενική | ποιου - ποιανού |
ποιας - ποιανής |
ποιου - ποιανού |
| αιτιατική | ποιο(ν) | ποια | ποιο |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | ποιοι | ποιες | ποια |
| γενική | ποιων - ποιανών |
ποιων - ποιανών |
ποιων - ποιανών |
| αιτιατική | ποιους - ποιανούς |
ποιες | ποια |
Ετυμολογία
- ποιος < αρχαία ελληνική ποῖος
Μεταφράσεις
ποιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.