τονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τονισμένος η τονισμένη το τονισμένο
      γενική του τονισμένου της τονισμένης του τονισμένου
    αιτιατική τον τονισμένο την τονισμένη το τονισμένο
     κλητική τονισμένε τονισμένη τονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τονισμένοι οι τονισμένες τα τονισμένα
      γενική των τονισμένων των τονισμένων των τονισμένων
    αιτιατική τους τονισμένους τις τονισμένες τα τονισμένα
     κλητική τονισμένοι τονισμένες τονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τονίζω

Μετοχή

τονισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.