customs
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| customs | customs |
customs (en) (μόνο πληθυντικός)
- το τελωνείο, η κρατική υπηρεσία η οποία ελέγχει τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα και επιβάλλει τους ανάλογους δασμούς και το κτήριο που αυτή στεγάζεται
- ↪ goods tied up at customs - δεσμευμένα εμπορεύματα στο τελωνείο
- ↪ I am going through customs.
- Περνώ από το τελωνείο.
- το τελωνείο, οι τελωνειακοί δασμοί
- ↪ I paid customs.
- Πλήρωσα τελωνείο.
- ↪ I paid customs.
Πηγές
- customs - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.