τελειόφοιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τελειόφοιτος | η | τελειόφοιτη | το | τελειόφοιτο |
| γενική | του | τελειόφοιτου | της | τελειόφοιτης | του | τελειόφοιτου |
| αιτιατική | τον | τελειόφοιτο | την | τελειόφοιτη | το | τελειόφοιτο |
| κλητική | τελειόφοιτε | τελειόφοιτη | τελειόφοιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τελειόφοιτοι | οι | τελειόφοιτες | τα | τελειόφοιτα |
| γενική | των | τελειόφοιτων | των | τελειόφοιτων | των | τελειόφοιτων |
| αιτιατική | τους | τελειόφοιτους | τις | τελειόφοιτες | τα | τελειόφοιτα |
| κλητική | τελειόφοιτοι | τελειόφοιτες | τελειόφοιτα | |||
| Συγκρίνετε με την κλίση του ουσιαστικού και την κλίση της #καθαρεύουσας. | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τελειόφοιτος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τελειόφοιτος [1]< αρχαία ελληνική τέλειος[2] (=τελικός) + -ό- + φοιτ(ώ) + -ος
Επίθετο
τελειόφοιτος, -η, -ο
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τελειόφοιτος | οι | τελειόφοιτοι |
| γενική | του/της του |
τελειοφοίτου τελειόφοιτου |
των | τελειοφοίτων & τελειόφοιτων |
| αιτιατική | τον/την | τελειόφοιτο | τους/τις τους |
τελειοφοίτους τελειόφοιτους |
| κλητική | τελειόφοιτε | τελειόφοιτοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. Το θηλυκό, και τελειόφοιτη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
τελειόφοιτος αρσενικό ή θηλυκό (στο θηλυκό, επίσης η τελειόφοιτη.)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- «τελειόφοιτος, -η, -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- τελειόφοιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τελειόφοιτος | τὸ | τελειόφοιτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | τελειοφοίτου | τοῦ | τελειοφοίτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | τελειοφοίτῳ | τῷ | τελειοφοίτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τελειόφοιτον | τὸ | τελειόφοιτον | ||
| κλητική ὦ! | τελειόφοιτε | τελειόφοιτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | τελειόφοιτοι | τὰ | τελειόφοιτα | ||
| γενική | τῶν | τελειοφοίτων | τῶν | τελειοφοίτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | τελειοφοίτοις | τοῖς | τελειοφοίτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | τελειοφοίτους | τὰ | τελειόφοιτα | ||
| κλητική ὦ! | τελειόφοιτοι | τελειόφοιτα | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τελειόφοιτος (καθαρεύουσα), από το 1866 [1] < → δείτε τη λέξη τελειόφοιτος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.