φοιτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φοιτώ < αρχαία ελληνική φοιτῶ, συνηρημένου τύπου του φοιτάω (και του ιωνικού φοιτέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοιτώ
ομόηχο: φυτό

Ρήμα

φοιτώ , πρτ.: φοιτούσα, αόρ.: φοίτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • παρακολουθώ μαθήματα σε μια σχολή, συνήθως (αλλά όχι απαραίτητα) πανεπιστημιακή
      Με σπίτια ανθρώπινης κλίμακας τότε, ήταν ο δρόμος που οδηγούσε από το Γ' Δημοτικό Σχολείο όπου φοιτούσα, στους δρόμους της εξοχής. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
      Επί του παρόντος στο Λονδίνο υπάρχουν δυο τέτοια σχολεία το ιδιωτικό «Ελληνικό Κολέγιο» στην αριστοκρατικότατη περιοχή του Κnightsbridge (εδώ φοιτούν παιδιά με κάποια, οπωσδήποτε, οικονομική άνεση), και το «Ελληνικό Σχολείο» της Ελληνικής Πρεσβείας. (Χάρης Μεττής, Το Πνεύμα των Θυατείρων Η τριακονταετής υπηρεσία του χαρισματικού Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ. Γρηγορίου, εκδ. Ακακία, 2018)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.