ταχινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχινός η ταχινή το ταχινό
      γενική του ταχινού της ταχινής του ταχινού
    αιτιατική τον ταχινό την ταχινή το ταχινό
     κλητική ταχινέ ταχινή ταχινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχινοί οι ταχινές τα ταχινά
      γενική των ταχινών των ταχινών των ταχινών
    αιτιατική τους ταχινούς τις ταχινές τα ταχινά
     κλητική ταχινοί ταχινές ταχινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταχινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταχινός (ταχύς) < αρχαία ελληνική ταχύς. Η σημασία, μεσαιωνική.

Επίθετο

ταχινός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο) πρωινός, αυγινός
  2.  δείτε και τη λέξη Ταχινός: ο Αυγερινός

Συγγενικά

Δε σχετίζεται το ταχίνι.

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ταχινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταχινός (ταχύς) < αρχαία ελληνική ταχύς

Επίθετο

ταχινός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ταχινός ταχινή τὸ ταχινόν
      γενική τοῦ ταχινοῦ τῆς ταχινῆς τοῦ ταχινοῦ
      δοτική τῷ ταχιν τῇ ταχιν τῷ ταχιν
    αιτιατική τὸν ταχινόν τὴν ταχινήν τὸ ταχινόν
     κλητική ! ταχινέ ταχινή ταχινόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ταχινοί αἱ ταχιναί τὰ ταχινᾰ́
      γενική τῶν ταχινῶν τῶν ταχινῶν τῶν ταχινῶν
      δοτική τοῖς ταχινοῖς ταῖς ταχιναῖς τοῖς ταχινοῖς
    αιτιατική τοὺς ταχινούς τὰς ταχινᾱ́ς τὰ ταχινᾰ́
     κλητική ! ταχινοί ταχιναί ταχινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταχινώ τὼ ταχινᾱ́ τὼ ταχινώ
      γεν-δοτ τοῖν ταχινοῖν τοῖν ταχιναῖν τοῖν ταχινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταχινός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταχ(ύς) + -ινός

Επίθετο

ταχινός, -ή, -όν, υπερθετικός:  ταχινώτατος

  • (ελληνιστική κοινή) ποιητικός τύπος του ταχύς: γρήγορος
      3oς πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.1044, @scaife.perseus
    ἧκε δʼ ἐπʼ οἰωνὸν ταχινὸν βέλος
      1ος/2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Πέτρου ἐπιστολὴ καθολικὴ δευτέρα, 2.1 @scaife.perseus
    Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν·
    Παρουσιάσθηκαν δὲ καὶ φευδοπροφῆτες στὸ λαό, ὅπως καὶ σὲ σᾶς θὰ παρουσιασθοῦν φευδοδιδάσχαλοι. Αὐτοὶ μὲ τρόπο δόλιο θὰ εἰσαγάγουν αἱρέσεις ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια, θὰ ἀρνοῦνται καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότη (τὸν Κύριο) ποὺ τοὺς ἀγόρασε, καὶ ἔτσι θὰ ἐπιφέρουν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους γρήγορη ἀπώλεια.
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org

Παράγωγα

  • ταχινῶς

Συγγενικά

  • ταχίζω

 και δείτε τη λέξη ταχύς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.