ταχινή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχινή οι ταχινές
      γενική της ταχινής των ταχινών
    αιτιατική την ταχινή τις ταχινές
     κλητική ταχινή ταχινές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχινή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ταχινός < ελληνιστική κοινή ταχινός < αρχαία ελληνική ταχύς

Ουσιαστικό

ταχινή θηλυκό

  1. (σπάνιο) πρωί
  2. (σπάνιο) πάχνη

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ταχινή

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.