ταχιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταχιά <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταχιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ταχέα, ουδέτρο του ταχύς στον πληθυντικό με συνίζηση [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταχιά

Επίρρημα

ταχιά (δημοτική)

  1. νωρίς αύριο το πρωί
     συνώνυμα: ταχύ, σύνταχα, τ' αποταχιά
  2. γρήγορα
     συνώνυμα: ταχύ

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.