πρωινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωινός η πρωινή το πρωινό
      γενική του πρωινού της πρωινής του πρωινού
    αιτιατική τον πρωινό την πρωινή το πρωινό
     κλητική πρωινέ πρωινή πρωινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωινοί οι πρωινές τα πρωινά
      γενική των πρωινών των πρωινών των πρωινών
    αιτιατική τους πρωινούς τις πρωινές τα πρωινά
     κλητική πρωινοί πρωινές πρωινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωινός < ελληνιστική πρωινός

Επίθετο

πρωινός, -ή, ό

  1. που γίνεται ή εμφανίζεται το πρωί
    πως κι έτσι πρωϊνός σήμερα;

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.