επινόηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επινόηση οι επινοήσεις
      γενική της επινόησης* των επινοήσεων
    αιτιατική την επινόηση τις επινοήσεις
     κλητική επινόηση επινοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επινοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επινόηση < ελληνιστική κοινή ἐπινόησις < αρχαία ελληνική ἐπινοέω / ἐπινοῶ

Ουσιαστικό

επινόηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.