super

Αγγλικά (en)

Επίθετο

super (en) (χωρίς παραθετικά)

  • σούπερ (χαρακτηρίζει κάτι ως πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό ή για να δηλώσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας)

Επίρρημα

super (en) (χωρίς παραθετικά)

Πολυλεκτικοί όροι



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
super supers

super (fr) αρσενικό

  1. η βενζίνη «σούπερ»
  2. (οικείο) το σουπερμάρκετ

Επίθετο

super (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Επίρρημα

super (fr)

Ρήμα

super (fr)

Αναγραμματισμοί

  • peurs
  • présu
  • prues
  • pures, purés
  • repus
  • rupes, rupés
  • sprue

Εσπεράντο (eo)

Προφορά

 

Πρόθεση

super (eo)



Πολωνικά (pl)

Επίθετο

super (pl) άκλιτο (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα

super (pl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.