super
Αγγλικά (en)
Επίθετο
super (en) (χωρίς παραθετικά)
- σούπερ (χαρακτηρίζει κάτι ως πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό ή για να δηλώσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας)
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| super | supers |
super (fr) αρσενικό
- η βενζίνη «σούπερ»
- (οικείο) το σουπερμάρκετ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.