τελειοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τελειοποίηση | οι | τελειοποιήσεις |
| γενική | της | τελειοποίησης* | των | τελειοποιήσεων |
| αιτιατική | την | τελειοποίηση | τις | τελειοποιήσεις |
| κλητική | τελειοποίηση | τελειοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τελειοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελειοποίηση < τελειοποιώ + -ση
Μεταφράσεις
τελειοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.