αψεγάδιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψεγάδιαστος η αψεγάδιαστη το αψεγάδιαστο
      γενική του αψεγάδιαστου της αψεγάδιαστης του αψεγάδιαστου
    αιτιατική τον αψεγάδιαστο την αψεγάδιαστη το αψεγάδιαστο
     κλητική αψεγάδιαστε αψεγάδιαστη αψεγάδιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψεγάδιαστοι οι αψεγάδιαστες τα αψεγάδιαστα
      γενική των αψεγάδιαστων των αψεγάδιαστων των αψεγάδιαστων
    αιτιατική τους αψεγάδιαστους τις αψεγάδιαστες τα αψεγάδιαστα
     κλητική αψεγάδιαστοι αψεγάδιαστες αψεγάδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αψεγάδιαστος < α- στερητικό + ψεγάδι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.stos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.sti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.sto/ ουδέτερο

Επίθετο

αψεγάδιαστος -η -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.