τελειομανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελειομανία οι τελειομανίες
      γενική της τελειομανίας των τελειομανιών
    αιτιατική την τελειομανία τις τελειομανίες
     κλητική τελειομανία τελειομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελειομανία < τέλει(ος) + -ο- + -μανία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

τελειομανία θηλυκό

  • η μανία για τελειότητα
    Η τελειομανία του δεν του επιτρέπει να ολοκληρώσει κανένα έργο του.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.