τελειοθηρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τελειοθηρία | οι | τελειοθηρίες |
| γενική | της | τελειοθηρίας | των | τελειοθηριών |
| αιτιατική | την | τελειοθηρία | τις | τελειοθηρίες |
| κλητική | τελειοθηρία | τελειοθηρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τελειοθηρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.