karı

Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

karı (tr)

  1. η σύζυγος
  2. (μειωτικό) η γυναίκα
  3. χανούμ

Σημειώσεις

Η χρήση της λέξης αυτής με της έννοια σύζυγος μπορεί μερικές φορές να θεωρηθεί ένδειξη αγένειας. Στο επίσημο-ευγενικό ύφος προτιμάται το συνώνυμο .

Κλίση

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.