αδίκημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδίκημα τα αδικήματα
      γενική του αδικήματος των αδικημάτων
    αιτιατική το αδίκημα τα αδικήματα
     κλητική αδίκημα αδικήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδίκημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδίκημα < (ἀδικῶ) ἀδικη- + -μα < ἄδικος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈði.ci.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδίκημα

Ουσιαστικό

αδίκημα ουδέτερο

  • (νομικός όρος) η πράξη που αντιτίθεται στο δίκαιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.