αναμορφωτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναμορφωτήριο τα αναμορφωτήρια
      γενική του αναμορφωτηρίου
& αναμορφωτήριου
των αναμορφωτηρίων
    αιτιατική το αναμορφωτήριο τα αναμορφωτήρια
     κλητική αναμορφωτήριο αναμορφωτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναμορφωτήριο < (σύνδεσμος) ανα- + μορφώνω

Ουσιαστικό

αναμορφωτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.