σφουγγοκωλάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σφουγγοκωλάριος | οι | σφουγγοκωλάριοι |
| γενική | του | σφουγγοκωλάριου & σφουγγοκωλαρίου |
των | σφουγγοκωλάριων & σφουγγοκωλαρίων |
| αιτιατική | τον | σφουγγοκωλάριο | τους | σφουγγοκωλάριους & σφουγγοκωλαρίους |
| κλητική | σφουγγοκωλάριε | σφουγγοκωλάριοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfuŋ.ɡo.koˈla.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφουγ‐γο‐κω‐λά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό
σφουγγοκωλάριος αρσενικό [2]
- (μειωτικό, υβριστικό) εκείνος που καθαρίζει τον πισινό των ισχυρών προσώπων απο τις βρωμιές που παράγουν και (κατ’ επέκταση) ο γλείφτης, ο χαμερπής, ο κόλακας, το καρφί, το τσιράκι, ο αχυράνθρωπος που εκπροσωπεί τα αφεντικά, το παιδί για όλες τις δουλειές, αλλά μόνον εκείνων που είναι ισχυροί ή πλούσιοι
Συνώνυμα
- κωλοσφούγγι
- κωλόπανον (μεσαιωνικό)
- κωλόχαρτο
- κωλογλείφτης
Μεταφράσεις
σφουγγοκωλάριος
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- σφουγγοκωλάριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.