-άριος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -άριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -άριος < λατινική -arius. Δείτε και -άρης
Επίθημα
-άριος
- επίθημα μετουσιαστικών αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει κάποιο πρόσωπο με επάγγελμα σχετικό με την πρωτότυπη λέξη
- πεζικό > πεζικάριος
- αποθήκη > αποθηκάριος
- (σε παλιές λέξεις)
- λατινικά: Ianuarius > ελληνιστική κοινή: Ἰανουάριος > νέα ελληνικά: Ιανουάριος
- λατινικά: legionarius > ελληνιστική κοινή: λεγιωνάριος > νέα ελληνικά: λεγεωνάριος
- (και ως νεολογισμός) πληροφορική > πληροφορικάριος (κατά το πεζικάριος)
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άριος στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.