αχυράνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αχυράνθρωπος | οι | αχυράνθρωποι |
| γενική | του | αχυράνθρωπου | των | αχυράνθρωπων |
| αιτιατική | τον | αχυράνθρωπο | τους | αχυράνθρωπους |
| κλητική | αχυράνθρωπε | αχυράνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.çiˈɾan.θɾo.pos/
Ουσιαστικό
αχυράνθρωπος αρσενικό
- ομοίωμα ανθρώπου από άχυρο
- το υποχείριο κάποιου
- (ειδικότερα) (στον πολιτικό ή οικονομικό χώρο) άνθρωπος που εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί σε ενέργειες ή επιχειρήσεις αλλά ουσιαστικά εκτελεί εντολές άλλων
- νομότυπος διευθύνων σύμβουλος που αποδέχεται να φέρει νομική ευθύνη για επιχείρηση έναντι της μισθοδοσίας του προστατεύοντας έτσι τον βασικό κεφαλαιούχου που τον επέλεξε και κατευθύνει την εταιρεία
- (ειδικότερα) (στον πολιτικό ή οικονομικό χώρο) άνθρωπος που εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί σε ενέργειες ή επιχειρήσεις αλλά ουσιαστικά εκτελεί εντολές άλλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.