σπαθάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαθάριος οι σπαθάριοι
      γενική του σπαθάριου
& σπαθαρίου
των σπαθάριων
& σπαθαρίων
    αιτιατική τον σπαθάριο τους σπαθάριους
& σπαθαρίους
     κλητική σπαθάριε σπαθάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαθάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σπαθάριος

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈθa.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαθάριος

Ουσιαστικό

σπαθάριος αρσενικό

  1. (ιστορία) ο τίτλος των υπασπιστών (σωματοφυλάκων) στο Βυζάντιο
  2. (ιστορία) αυλικός (στις παραδουνάβιες ηγεμονίες

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπάθη

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σπαθάριος < αρχαία ελληνική σπάθ(η) + -άριος < λατινική -arius [1]

Ουσιαστικό

σπαθάριος αρσενικό

  • (στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]])
    1. (αρχική σημασία) σωματοφύλακας του αυτοκράτορα ή άρχοντα
    2. (αργότερα) τιμητικός τίτλος

Σύνθετα

Αναφορές

  1. s.v. «σπάθη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.