κωλόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλόχαρτο τα κωλόχαρτα
      γενική του κωλόχαρτου των κωλόχαρτων
    αιτιατική το κωλόχαρτο τα κωλόχαρτα
     κλητική κωλόχαρτο κωλόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωλόχαρτο < κωλό- + χαρτ(ί) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈlo.xaɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωλόχαρτο

Ουσιαστικό

κωλόχαρτο ουδέτερο

  1. (προφορικό, χυδαίο) χαρτί υγείας
    Ρίχνοντας μέσα της τα κωλόχαρτα, την βούλωσε την λεκάνη…
     συνώνυμα: κωλοσφούγγι
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) δυσάρεστο ή άχρηστο έγγραφο
    Μου έστειλε πάλι τα κωλόχαρτά της η Εφορία…
    Αυτά τα κωλόχαρτα τι τα κρατάς; Δεν βοηθάνε…
     συνώνυμα: παλιόχαρτο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.