σφουγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σφουγγίζω < αρχαία ελληνική σπογγίζω
Ρήμα
σφουγγίζω
- απομακρύνω τα υγρά ή/και τη βρομιά από μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας ένα απορροφητικό υλικό, σφουγγάρι, πανί, πετσέτα κλπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.