σκωπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκωπτικός η σκωπτική το σκωπτικό
      γενική του σκωπτικού της σκωπτικής του σκωπτικού
    αιτιατική τον σκωπτικό τη σκωπτική το σκωπτικό
     κλητική σκωπτικέ σκωπτική σκωπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκωπτικοί οι σκωπτικές τα σκωπτικά
      γενική των σκωπτικών των σκωπτικών των σκωπτικών
    αιτιατική τους σκωπτικούς τις σκωπτικές τα σκωπτικά
     κλητική σκωπτικοί σκωπτικές σκωπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκωπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκωπτικός < σκώπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκωπτικός

Επίθετο

σκωπτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.