απορροφητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορροφητικός η απορροφητική το απορροφητικό
      γενική του απορροφητικού της απορροφητικής του απορροφητικού
    αιτιατική τον απορροφητικό την απορροφητική το απορροφητικό
     κλητική απορροφητικέ απορροφητική απορροφητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορροφητικοί οι απορροφητικές τα απορροφητικά
      γενική των απορροφητικών των απορροφητικών των απορροφητικών
    αιτιατική τους απορροφητικούς τις απορροφητικές τα απορροφητικά
     κλητική απορροφητικοί απορροφητικές απορροφητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απορροφητικός < απορροφώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absorbant)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ɾo.fi.tiˈkos/

Επίθετο

απορροφητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.