σφουγγάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφουγγάρισμα τα σφουγγαρίσματα
      γενική του σφουγγαρίσματος των σφουγγαρισμάτων
    αιτιατική το σφουγγάρισμα τα σφουγγαρίσματα
     κλητική σφουγγάρισμα σφουγγαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφουγγάρισμα < σφουγγαρίζω + -μα

Ουσιαστικό

σφουγγάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.