σφουγγαρίστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφουγγαρίστρα | οι | σφουγγαρίστρες |
| γενική | της | σφουγγαρίστρας | των | σφουγγαριστρών |
| αιτιατική | τη | σφουγγαρίστρα | τις | σφουγγαρίστρες |
| κλητική | σφουγγαρίστρα | σφουγγαρίστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφουγγαρίστρα < σφουγγαρίζω + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό
σφουγγαρίστρα θηλυκό
- εργαλείο με το οποίο σφουγγαρίζουμε
- (παρωχημένο) γυναίκα (καθαρίστρια, παραδουλεύτρα) που έχει ως αντικείμενο δουλειάς το σφουγγάρισμα των δαπέδων
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σφουγγαρίζω και σφουγγάρι
Μεταφράσεις
Πηγές
- σφουγγαρίστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.