συνοδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνοδία | οι | συνοδίες |
| γενική | της | συνοδίας | των | συνοδιών |
| αιτιατική | τη | συνοδία | τις | συνοδίες |
| κλητική | συνοδία | συνοδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνοδία < ελληνιστική κοινή συνοδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συνοδίᾱ | αἱ | συνοδίαι |
| γενική | τῆς | συνοδίᾱς | τῶν | συνοδιῶν |
| δοτική | τῇ | συνοδίᾳ | ταῖς | συνοδίαις |
| αιτιατική | τὴν | συνοδίᾱν | τὰς | συνοδίᾱς |
| κλητική ὦ! | συνοδίᾱ | συνοδίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοδίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συνοδίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνοδία < αρχαία ελληνική σύνοδος + -ία < σύν + ὁδός
Ουσιαστικό
συνοδία θηλυκό
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.