accompagnement

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

accompagnement < accompagner

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɔ̃.paɲ.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
accompagnement accompagnements

accompagnement (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) οι συνοδοί
  2. η συνοδεία
  3. κάτι που συνοδεύει, που προστίθεται
  4. τα λαχανικά που συνοδεύουν ένα κρεατικό ή ένα ψάρι, η γαρνιτούρα
  5. (μουσική) η ρυθμική συνοδεία μιας μελωδίας, το ακομπανιαμέντο
  6. (στρατιωτικός όρος) η υποστήριξη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.