καταγοήτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταγοήτευση | οι | καταγοητεύσεις |
| γενική | της | καταγοήτευσης* | των | καταγοητεύσεων |
| αιτιατική | την | καταγοήτευση | τις | καταγοητεύσεις |
| κλητική | καταγοήτευση | καταγοητεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταγοητεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταγοήτευση < καταγοητεύω + -ση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καταγοήτευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.