απροσεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απροσεξία | οι | απροσεξίες |
| γενική | της | απροσεξίας | των | απροσεξιών |
| αιτιατική | την | απροσεξία | τις | απροσεξίες |
| κλητική | απροσεξία | απροσεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
απροσεξία θηλυκό
- η έλλειψη προσοχής, συγκέντρωσης στο έργο που έχει κάποιος να εκτελέσει
- η ενέργεια που γίνεται χωρίς την απαιτούμενη προσοχή
- μια απροσεξία στην οδήγηση του στοίχισε τη ζωή
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη αβλεψία
Μεταφράσεις
απροσεξία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.