αρπαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρπαγή οι αρπαγές
      γενική της αρπαγής των αρπαγών
    αιτιατική την αρπαγή τις αρπαγές
     κλητική αρπαγή αρπαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρπαγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρπαγή

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.paˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρπαγή
τονικό παρώνυμο: αρπάγη

Ουσιαστικό

αρπαγή θηλυκό

  1. βίαιη απόσπαση ξένου πράγματος
    άλλες μορφές: άρπαγμα
  2. (γενικότερα) κλοπή, σφετερισμός
    άλλες μορφές: άρπαγμα
  3. απαγωγή
    η αρπαγή της Περσεφόνης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.