αρπαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρπαγή | οι | αρπαγές |
| γενική | της | αρπαγής | των | αρπαγών |
| αιτιατική | την | αρπαγή | τις | αρπαγές |
| κλητική | αρπαγή | αρπαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρπαγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρπαγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.paˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐πα‐γή
- τονικό παρώνυμο: αρπάγη
Ουσιαστικό
αρπαγή θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.