συμπτωματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπτωματικός η συμπτωματική το συμπτωματικό
      γενική του συμπτωματικού της συμπτωματικής του συμπτωματικού
    αιτιατική τον συμπτωματικό τη συμπτωματική το συμπτωματικό
     κλητική συμπτωματικέ συμπτωματική συμπτωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπτωματικοί οι συμπτωματικές τα συμπτωματικά
      γενική των συμπτωματικών των συμπτωματικών των συμπτωματικών
    αιτιατική τους συμπτωματικούς τις συμπτωματικές τα συμπτωματικά
     κλητική συμπτωματικοί συμπτωματικές συμπτωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπτωματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπτωματικός < αρχαία ελληνική σύμπτωμα < συμπίπτω < σύν + πίπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.pto.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπτωματικός
παλιότερος συλλαβισμός: συμπτωματικός

Επίθετο

συμπτωματικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίθετο

συμπτωματικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμπτωματικός συμπτωματική τὸ συμπτωματικόν
      γενική τοῦ συμπτωματικοῦ τῆς συμπτωματικῆς τοῦ συμπτωματικοῦ
      δοτική τῷ συμπτωματικ τῇ συμπτωματικ τῷ συμπτωματικ
    αιτιατική τὸν συμπτωματικόν τὴν συμπτωματικήν τὸ συμπτωματικόν
     κλητική ! συμπτωματικέ συμπτωματική συμπτωματικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμπτωματικοί αἱ συμπτωματικαί τὰ συμπτωματικᾰ́
      γενική τῶν συμπτωματικῶν τῶν συμπτωματικῶν τῶν συμπτωματικῶν
      δοτική τοῖς συμπτωματικοῖς ταῖς συμπτωματικαῖς τοῖς συμπτωματικοῖς
    αιτιατική τοὺς συμπτωματικούς τὰς συμπτωματικᾱ́ς τὰ συμπτωματικᾰ́
     κλητική ! συμπτωματικοί συμπτωματικαί συμπτωματικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμπτωματικώ τὼ συμπτωματικᾱ́ τὼ συμπτωματικώ
      γεν-δοτ τοῖν συμπτωματικοῖν τοῖν συμπτωματικαῖν τοῖν συμπτωματικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπτωματικός < αρχαία ελληνική σύμπτωμα, συμπτωματ- + -ικός < συμπίπτω < σύν + πίπτω

Επίθετο

συμπτωματικός, -ή, -όν

Παράγωγα

  • συμπτωματικῶς (επίρρημα)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.