συμπίπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμπίπτω < αρχαία ελληνική συμπίπτω < συν + πίπτω

Ρήμα

συμπίπτω

  1. όταν μια ενέργεια συμβαίνει ταυτόχρονα με κάποια άλλη. (Σπάνια χρησιμοποιείται στον πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα και είναι πιο συνηθισμένο στον τρίτο πρόσωπο)
    συνέπεσε να λείπουμε όταν τηλεφώνησε (έτυχε- απρόσωπο)
    δε συμπίπτουν οι ώρες μας (δε συμφωνούν)
  2. όταν ταυτίζονται απόψεις
  3. όταν συναντιώνται πρόσωπα με κοινό στόχο π.χ. σε ένα ταμείο, πέφτουν, δηλαδή, ο ένας πάνω στον άλλον ή εκφράζουν κοινές απόψεις
    συμπέσαμε φίλε μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.