σύμπτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύμπτωση | οι | συμπτώσεις |
| γενική | της | σύμπτωσης* | των | συμπτώσεων |
| αιτιατική | τη | σύμπτωση | τις | συμπτώσεις |
| κλητική | σύμπτωση | συμπτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συμπτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύμπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμπτωσις (ταυτόχρονη πτώση, σύμπτωση) < συμπτίπτω. Μορφολογικά αναλύετατι σε συμ- + πτῶσις (πτώση)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsim.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
σύμπτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
σύμπτωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.