σύμπτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμπτωση οι συμπτώσεις
      γενική της σύμπτωσης* των συμπτώσεων
    αιτιατική τη σύμπτωση τις συμπτώσεις
     κλητική σύμπτωση συμπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύμπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμπτωσις (ταυτόχρονη πτώση, σύμπτωση) < συμπτίπτω. Μορφολογικά αναλύετατι σε συμ- + πτῶσις (πτώση)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsim.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμπτωση

Ουσιαστικό

σύμπτωση θηλυκό

  1. η τυχαία, αναπάντεχη ταυτόχρονη εμφάνιση δύο γεγονότων
    τι σύμπτωση να σε βρω εδώ! Και πάνω που σε σκεφτόμουν
  2. σύμπτωση απόψεων: απόλυτη συμφωνία
  3. (πληροφορική) collision: συνώνυμο του σύγκρουση

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη συμπίπτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.